Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ия η ουρολογία

См. также в других словарях:

  • ουρολογία — η κλάδος τής χειρουργικής ο οποίος έχει ως αντικείμενο τις παθήσεις τού ουροποιητικού συστήματος και τών δύο φύλων, και επί πλέον, τού γεννητικού συστήματος τού άνδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urology (< ούρο + λογία*). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • ουρολογία — η κλάδος της ιατρικής για τις παθήσεις του ουροποιητικού συστήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ουρολογικός — ή, ό [ουρολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρολογία …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ουρολόγος — ο, η γιατρός ειδικευμένος στην ουρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urologist (< ούρο + λόγος*)] …   Dictionary of Greek

  • νεφροπάθειες — Παθήσεις των νεφρών που συνήθως διακρίνονται σε παθολογικές και χειρουργικές· μερικές από αυτές αντιμετωπίζονται επιτυχώς άλλοτε με συντηρητική (φαρμακευτική) και άλλοτε με χειρουργική αγωγή. Οι παθολογικές ν. είναι συνήθως αμφοτερόπλευρες και… …   Dictionary of Greek

  • ουρολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρολογία: Ουρολογική εξέταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»